- αλαργοτάξιδος
- -η, -οαυτός που ταξιδεύει ή ταξίδεψε σε μακρινούς τόπους («θα πάω μ’ αλαργοτάξιδο καράβι εγώ στα ξένα»).[ΕΤΥΜΟΛ. < αλάργος + ταξίδι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αλαργοτάξιδος — η, ο αυτός που ταξιδεύει μακριά: Μπαρκάρισε σε καράβι αλαργοτάξιδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλάργος — ο ο αλαργινός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αλάργα. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλαργογείτονας, αλαργοτάξιδος] … Dictionary of Greek